__________
Καθίκια κι όχι θυμιατά. Σκατά κι όχι λιβάνια.
Εσείς μήπως είστε επισιτιστικώς ανασφαλής;
Τι καταλαβαίνετε όταν διαβάζετε αυτόν τον τίτλο;
Τίποτε; Δεν κατανοείτε τι σημαίνει «επισιτιστική ανασφάλεια»;
Δεν έχετε ξανακούσει τον όρο και δεν μπορείτε να φανταστείτε την έννοιά του;
Για διαβάστε παρακάτω!
Για διαβάστε παρακάτω!
Για αγνοήστε τη μεγάλη γραμματοσειρά!
Για προσπεράστε τον βαρύγδουπο τίτλο!
Ο κύριος καθηγητής λοιπόν προτείνει (ουσιαστικά επιβάλει) νέους όρους, νέες τάσεις, νέες θεωρίες. Τις οποίες βεβαίως έβγαλε από το κεφάλι του, με έναν και μοναδικό σκοπό: να φιλήσει το χέρι που τον ταΐζει. Να διαφυλάξει τα συμφέροντα του εργοδότη του.
Μάλιστα αγαπητοί μου φίλοι. Έχετε (έχουμε) μείνει πολύ πίσω. Έχουμε χάσει επεισόδια.
Η προπαγάνδα του συστήματος μας ξεπερνά. Ξεπερνά τα όρια της λογοκρισίας, της υποκρισίας, αλλά και της φαντασίας.
«Επισιτιστική ανασφάλεια» σημαίνει πείνα.
Τον όρο ασφαλώς συνέλαβε κάποιος από τους νοσούντες φανατικούς εγκεφάλους της πολιτικής ορθότητας και προσπαθεί να τον καθιερώσει. Η ιστορία είναι γνωστή:
Μια λέξη, μια κατάσταση, μια ιδιότητα, μια ιδεολογία ενοχλεί το καθεστώς.
«Επισιτιστική ανασφάλεια» σημαίνει πείνα.
Τον όρο ασφαλώς συνέλαβε κάποιος από τους νοσούντες φανατικούς εγκεφάλους της πολιτικής ορθότητας και προσπαθεί να τον καθιερώσει. Η ιστορία είναι γνωστή:
Μια λέξη, μια κατάσταση, μια ιδιότητα, μια ιδεολογία ενοχλεί το καθεστώς.
Αποφασίζεται λοιπόν η κατάργησή της.
Αν η τελευταία επιβληθεί απευθείας, δια νόμου ή νόμιμης βίας, θα υπάρξουν αντιδράσεις. Το πράγμα πρέπει να γίνει αργά. Σταδιακά. Αθόρυβα.
Τον λόγον έχουν οι επιστήμονες (της προπαγάνδας). Οι κόρακες-κήρυκες των «κοινωνικών επιστημών». Κοινωνιολογίας, ψυχολογίας, πολιτικής φιλοσοφίας.
Κάποια «πεφωτισμένα μυαλά», καθηγητάδες επιφανών και αφανών πανεπιστημίων αδρά αμειβόμενοι από το φαύλα κράτη, συγγράφουν (κατά παραγγελία και με γενναία επιδότηση) μια μελέτη, μια πραγματεία, ένα βιβλίο ή προβαίνουν σε βαρυσήμαντες ανακοινώσεις σε συνέδρια (μεταξύ χαβιαρίου και σαμπάνιας).
Η φήμη και το «κύρος» τους, κτιζόμενα προσεκτικά επί σειρά ετών από το σύστημα, αποτελούν εχέγγυο για την επιτυχία του πονήματος.
Εφόσον το γράφει ο κύριος καθηγητής, εφόσον το ανακοινώνει η κυρία καθηγήτρια, δεν μπορεί έτσι θα είναι.
Ο κύριος καθηγητής λοιπόν προτείνει (ουσιαστικά επιβάλει) νέους όρους, νέες τάσεις, νέες θεωρίες. Τις οποίες βεβαίως έβγαλε από το κεφάλι του, με έναν και μοναδικό σκοπό: να φιλήσει το χέρι που τον ταΐζει. Να διαφυλάξει τα συμφέροντα του εργοδότη του.
Οι φοιτητές του τσιμπάνε (άλλο που δεν θέλανε, εκκολαπτόμενοι προπαγανδιστές είναι κι αυτοί), οι παρατρεχάμενοι ζητωκραυγάζουν, οι «συνάδελφοι» καθηγητές εκστασιάζονται, οι θεσμοί ακολουθούν.
Οι πομφόλυγες του κυρίου καθηγητού πολλαπλασιάζονται και κατακυριεύουν τις κοινωνικές επιστήμες, τη διανόηση, τα φόρα.
Από κοντά και οι οργανώσεις, κερδοσκοπικές και μη, τα σωματεία, οι φιλάνθρωποι, οι προοδευτικοί, οι ευαίσθητοι κτλ κτλ.
Ποια είναι η λέξη που ενοχλεί τον καπιταλισμό; Ποια είναι η κατάσταση που απειλεί την (αν)ισορροπία του συστήματος; Ποια είναι η ιδιότητα που χαλάει τη συνταγή;
Η φτώχεια (η πείνα, η ανέχεια ... είναι το ίδιο).
Φτωχοί υπήρχαν ανέκαθεν, υπάρχουν (αυξανόμενοι) και θα υπάρχουν για πάντα.
Ποια είναι η λέξη που ενοχλεί τον καπιταλισμό; Ποια είναι η κατάσταση που απειλεί την (αν)ισορροπία του συστήματος; Ποια είναι η ιδιότητα που χαλάει τη συνταγή;
Η φτώχεια (η πείνα, η ανέχεια ... είναι το ίδιο).
Φτωχοί υπήρχαν ανέκαθεν, υπάρχουν (αυξανόμενοι) και θα υπάρχουν για πάντα.
Το καθεστώς το γνωρίζει, αφού εκείνο τους δημιουργεί.
Δημιουργεί πλουσίους και όταν κάποιος πλουτίζει, αυτομάτως κάποιος φτωχαίνει (αν κάποιος πλουτίζει πολύ, φτωχαίνουν όλο και περισσότεροι).
Σκοπός του είναι όχι να μην υπάρχει φτώχεια, αλλά να μην ακούγεται.
Κι αν ακούγεται, αυτό να γίνεται «γλυκά», «απαλά», ανεπαίσθητα.
Για να γίνει αυτό θα πρέπει να επιστρατευθεί η προπαγάνδα.
Αφενός μεν να διακινηθεί άφθονη ποσότητα κάλπικης φιλανθρωπίας και ευαισθησίας (επιδόματα της πλάκας, κοινωνική παροχές της συμφοράς, θεσμικές παρεμβάσεις για το θεαθήναι), αφετέρου δε να εξαφανισθούν οι «αποδείξεις».
Οι φωτογραφίες όσων ψάχνουν στα σκουπίδια, οι εικόνες των αστέγων, οι διαμαρτυρίες των πεινασμένων και αν είναι δυνατόν η ίδια η λέξη «φτώχεια». Η λέξη «πείνα».
Η λέξη «ανέχεια».
Έτσι φαντάζομαι ότι επινοήθηκε ο φαιδρός όρος «επισιτιστική ανασφάλεια» και έτσι μαντεύω ότι θα προσπαθήσουν να τον επιβάλουν: αρχικά σε τίτλους, μετά με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα στα κείμενα (ανακοινώσεις, δελτία, ειδήσεις) και μετά με κάποια μεταμεσονύκτια τροπολογία.
Ο μηχανισμός αυτός προπαγάνδας, η χρήση δηλαδή παραπειστικών ευφημισμών και παραπλανητικής (κατά κανόνα περιφραστικής) ψευδοεπιστημονικής ορολογίας, προς αντικατάσταση ενοχλητικών λέξεων ή νοημάτων, είναι γνωστός από πολύ παλιά και περιγράφεται σε πάμπολλα βιβλία Λογικής και Κριτικής Σκέψης (τα οποία μπορώ να συστήσω σε όποιον ενδιαφέρεται).
Έτσι φαντάζομαι ότι επινοήθηκε ο φαιδρός όρος «επισιτιστική ανασφάλεια» και έτσι μαντεύω ότι θα προσπαθήσουν να τον επιβάλουν: αρχικά σε τίτλους, μετά με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα στα κείμενα (ανακοινώσεις, δελτία, ειδήσεις) και μετά με κάποια μεταμεσονύκτια τροπολογία.
Ο μηχανισμός αυτός προπαγάνδας, η χρήση δηλαδή παραπειστικών ευφημισμών και παραπλανητικής (κατά κανόνα περιφραστικής) ψευδοεπιστημονικής ορολογίας, προς αντικατάσταση ενοχλητικών λέξεων ή νοημάτων, είναι γνωστός από πολύ παλιά και περιγράφεται σε πάμπολλα βιβλία Λογικής και Κριτικής Σκέψης (τα οποία μπορώ να συστήσω σε όποιον ενδιαφέρεται).
Είναι ο μηχανισμός που έχει κατά καιρούς βαπτίσει «παράπλευρες απώλειες» τη δολοφονία αμάχων, «kindling του αμυγδαλοειδούς πυρήνα» το άγχος και «συζώσα ομάδα υποδυομένων διακριτούς ρόλους» την οικογένεια.
Πρόκειται για πρόκληση της νοημοσύνης μας και δεν πρέπει να μένει αναπάντητη.
Και για το τέλος μια αναπόφευκτη σύγκριση:
Το 1967, ο Άκης Πάνου κυκλοφορεί το τραγούδι «Θα κλείσω τα μάτια» (ερμηνεία Γ. Μπιθικώτσης – Χ. Λαμπράκη). Οι στίχοι τρομεροί:
Τον έρωτα φαρμάκωσε η μιζέρια,
κομμάτιασε η φτώχεια την καρδιά.
Δεν ήρθανε για μας τα καλοκαίρια
και έγινε η ζωή τόσο βαριά.
Και παρακάτω:
Πού να βρεθεί χαρά να με κρατήσει
στη λάσπη και στην ξύλινη σκεπή;
Τη φτώχεια που μας έχει γονατίσει
τη νιώθω μεγαλύτερη ντροπή.
Ο λογοκριτής της Χούντας των συνταγματαρχών (αν φανταστείτε κανένα χαμηλόβαθμο άξεστο βλαχαδερό, που δέσποζε των υπολοίπων αναλφάβητων επειδή ήξερε να γράφει το όνομά του, μέσα σε γραφείο-κελί, ανήλιαγο με ξεφτισμένους τοίχους, με τρία δάχτυλα βρώμα στον κουρεμένο σβέρκο του ... δεν θα πέσετε και πολύ έξω) το απαγορεύει.
Η δικαιολογία προφανής: επί εθνικής κυβερνήσεως (έτσι λέγανε οι αρβυλοφύλακες το τσίρκο που το μόνο που ήξερε ήταν να σακατεύει αόπλους) δεν ήταν δυνατόν να υπάρχει φτώχεια! Άμα τη αναλήψει των καθηκόντων από τους Νατοϊκούς ακροδεξιούς η φτώχεια εξηφανίσθη! Ο κόσμος δεν πεινούσε, μόνο χαιρόταν και χαμογελούσε (πατέρα).
Τι διαφορά είχε λοιπόν η τότε Χούντα από την τωρινή (και την αυριανή και την μεθαυριανή κοκ) ως προς την ενόχλησή από την ύπαρξη της φτώχειας, ως προς την προσπάθεια να μην ακούγεται η λέξη και οι συνώνυμές της; Καμία.
Γι αυτό κι εγώ τους απαντώ με παράφραση της παροιμίας. Σε αντίθεση με δαύτους κυριολεκτώ:
Καθίκια είναι οι καθεστωτικοί ωραιολόγοι και όχι θυμιατά.
Πρόκειται για πρόκληση της νοημοσύνης μας και δεν πρέπει να μένει αναπάντητη.
Και για το τέλος μια αναπόφευκτη σύγκριση:
Το 1967, ο Άκης Πάνου κυκλοφορεί το τραγούδι «Θα κλείσω τα μάτια» (ερμηνεία Γ. Μπιθικώτσης – Χ. Λαμπράκη). Οι στίχοι τρομεροί:
Τον έρωτα φαρμάκωσε η μιζέρια,
κομμάτιασε η φτώχεια την καρδιά.
Δεν ήρθανε για μας τα καλοκαίρια
και έγινε η ζωή τόσο βαριά.
Και παρακάτω:
Πού να βρεθεί χαρά να με κρατήσει
στη λάσπη και στην ξύλινη σκεπή;
Τη φτώχεια που μας έχει γονατίσει
τη νιώθω μεγαλύτερη ντροπή.
Ο λογοκριτής της Χούντας των συνταγματαρχών (αν φανταστείτε κανένα χαμηλόβαθμο άξεστο βλαχαδερό, που δέσποζε των υπολοίπων αναλφάβητων επειδή ήξερε να γράφει το όνομά του, μέσα σε γραφείο-κελί, ανήλιαγο με ξεφτισμένους τοίχους, με τρία δάχτυλα βρώμα στον κουρεμένο σβέρκο του ... δεν θα πέσετε και πολύ έξω) το απαγορεύει.
Η δικαιολογία προφανής: επί εθνικής κυβερνήσεως (έτσι λέγανε οι αρβυλοφύλακες το τσίρκο που το μόνο που ήξερε ήταν να σακατεύει αόπλους) δεν ήταν δυνατόν να υπάρχει φτώχεια! Άμα τη αναλήψει των καθηκόντων από τους Νατοϊκούς ακροδεξιούς η φτώχεια εξηφανίσθη! Ο κόσμος δεν πεινούσε, μόνο χαιρόταν και χαμογελούσε (πατέρα).
Τι διαφορά είχε λοιπόν η τότε Χούντα από την τωρινή (και την αυριανή και την μεθαυριανή κοκ) ως προς την ενόχλησή από την ύπαρξη της φτώχειας, ως προς την προσπάθεια να μην ακούγεται η λέξη και οι συνώνυμές της; Καμία.
Γι αυτό κι εγώ τους απαντώ με παράφραση της παροιμίας. Σε αντίθεση με δαύτους κυριολεκτώ:
Καθίκια είναι οι καθεστωτικοί ωραιολόγοι και όχι θυμιατά.
Σκατά είναι αυτά που πετούν και όχι λιβάνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου