Επειδή πολύς λόγος έγινε τελευταία για τον Ξένιο Ζήνα,ας δούμε με μια ματιά στην ιστορία μας,τι σήμαινε η έννοια της φιλοξενίας για τους Ελληνες κι αν έχει καμμία σχέση αυτό που εννοούσαν εκείνοι,με αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα! Γιατί όπως θα δείτε στο κείμενο που ακολουθεί, οι αρχαίοι Ελληνες,έδιναν τεράστια σημασία στον θεσμό της φιλοξενίας,αλλά πως;
Υποδεχόμενοι τον ξένο που θα βρισκόταν στην πόρτα τους για μερικές μέρες. Του χορηγούσαν τροφή και στέγη κι αυτός ανταπέδιδε με τον σεβασμό και την ευγένεια του προς τα μέλη της οικογένειας!
Αν ο ξένος τους κατέστρεφε το σπίτι,ζητούσε δικαιώματα επί της ιδιοκτησίας και βιαιοπραγούσε εναντίον των ιδιοκτητών,…πως ακριβώς θα έπρατταν οι αρχαίοι ημών;; Θα συνέχιζε να ισχύει η φιλοξενία;; ΣΧΟΛΙΟ ΑΠΟ ΣΕΛΕΥΚΟ: ΞΕΝΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΛΛΗΝ ΑΠΟ ΑΛΛΗ ΠΟΛΗ. ΟΙ ΑΛΛΟΕΘΝΕΙΣ ΛΕΓΟΝΤΕ ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ, ΑΠ' ΤΟ ΑΛΛΗ ΔΑ (ΓΗ) ΠΟΥΣ (ΠΟΔΙ) ΑΥΤΟΣ ΔΗΛΑΔΗ ΠΟΥ ΤΟ ΠΟΔΙ ΤΟΥ ΠΑΤΑΕΙ ΣΕ ΑΛΛΗ ΓΗ. ΑΠΟ ΚΕΙ ΒΓΑΙΝΕΙ ΚΑΙ Η ΛΕΞΗ ΠΟΤΑΠΟΣ Ο ΞΕΝΙΟΣ ΖΕΥΣ ΚΑΙ Η ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΔΕΝ ΙΣΧΥΟΥΝ ΓΙ΄ΑΥΤΟΥΣ. ΟΥΤΕ ΝΑ ΠΛΗΣΙΑΣΟΥΝ ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΑΦΗΝΑΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ, ΔΙΟΤΙ ΕΤΡΩΓΑΝ ΤΑ ΜΩΡΑ ΤΟΥΣ. ΠΟΣΟ ΜΑΛΛΟΝ ΑΝ ΕΠΡΟΚΕΙΤΟ ΓΙΑ ΛΑΘΡΟΕΠΟΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΟΛΟΓΗΜΕΝΟΥΣ ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ ΠΟΥ ΑΠΕΡΓΑΖΟΝΤΕ ΥΠΟΥΛΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ. ΟΙ ΠΟΝΟΨΥΧΟΙ ΕΒΡΑΙΟΙ ΔΥΝΑΣΤΕΣ ΜΑΣ ΔΕΝ ΦΤΑΝΕΙ ΠΟΥ ΑΠΕΡΓΑΖΟΝΤΕ ΤΗΝ ΕΞΑΦΑΝΗΣΗ ΜΑΣ ΥΠΟΥΛΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΧΘΟΝΙΑ. ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΟΝΟΜΑΖΟΝΤΑΣ ΞΕΝΙΟΣ ΖΕΥΣ ΤΗΝ ΔΗΘΕΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΤΟΥ "ΜΑΖΕΜΑΤΟΣ" ΤΩΝ ΔΙΠΟΔΩΝ ΚΤΗΝΩΝ. ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΛΑΘΡΟΕΠΟΙΚΟΙ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΞΟΝΤΩΘΟΥΝ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΡΠΕΤΙΚΟΙ ΕΒΡΑΙΟΙ, ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΑ ΠΑΠΟΥΛΙΑ (ΚΑΟΥΤΣΚΙ) ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΡΟΥΦΙΑΝΟ ΕΠΙΤΡΟΠΟ ΕΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΝΤΗΛΑΝΑΦΤΗ. ΟΙ ΤΡΙΑΚΟΣΙΟΙ ΑΡΣΕΝΙΚΟΘΥΛΙΚΟΙ ΠΟΡΝΟΙ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΦΑΓΟΥΝ ΟΙΚΟΓΕΝΙΑΚΩΣ, ΜΗΔΕΝΟΣ ΝΑΙ ΜΗΔΕΝΟΣ ΕΞΑΙΡΟΥΜΕΝΟΥ. ~Στην Αρχαία Ελλάδα η φιλοξενία εθεωρείτο πράξη αρετής. Τους ξένους προστάτευαν ο Ξένιος Δίας και η Αθηνά η Ξενία, όπως και οι Διόσκουροι Κάστωρ και Πολυδεύκης. Υπήρχε θεία απαίτηση για την περιποίηση των ξένων και εθεωρείτο αμάρτημα η κακή αντιμετώπισή τους. Η φιλοξενία ακολουθούσε μία ιεροτελεστία και παρέχονταν σε κάθε ξένο, ο οποίος ανεξάρτητα από την τάξη που ανήκε, μπορούσε να μείνει σε ειδικό δωμάτιο στον «ξενώνα». Η φιλοξενία είχε σημαντική κοινωνική δύναμη, διότι μπορούσε να συνδέσει άτομα οποιασδήποτε τάξης, ακόμη και απλούς πολίτες με βασιλιάδες. Στα χρόνια του Ομήρου, σε όποιο σπίτι και αν πήγαινε ένας ξένος, θα έβρισκε φιλοξενία. Κάτι τέτοιο αφορούσε όλες τις Πόλεις Κράτη της Ελλάδας, αν και οι Θεσσαλοί και οι Αθηναίοι φημίζονταν ειδικά για τα φιλόξενά τους αισθήματα. Ο ξένος βέβαια της εποχής του Ομήρου δεν ήταν τουρίστας, αλλά αγγελιοφόρος, εξόριστος, ταξιδιώτης, κλπ. Η αποδοχή ενός ξένου για φιλοξενία λεγόταν «εστιάν» ή «ξενίζειν» ή «ξενοδοχείν». Ο ξένος με την άφιξή του έκανε ευχές στην οικογένεια που τον φιλοξενούσε και στην αναχώρηση δεχόταν δώρα. Όταν εμφανιζόταν ένας ξένος, ο κύριος του σπιτιού ή στην περίπτωση σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες «ξενοδόχος» ή «στεγανόμος», ή «εστιοπάμμων» ή «ναύκληρος», τον προσκαλούσε στο σπίτι του και παρέθετε γεύμα προς τιμή του. ~Η πρόσκληση σε γεύμα λεγόταν «επί ξενία καλείν». Ο ξένος μετά από το καθιερωμένο λουτρό, φορούσε τα πολυτελή ενδύματα που του προσέφερε ο οικοδεσπότης και στη συνέχεια καθόταν τιμητικά σε θρόνο. Το γεύμα συνήθως διαρκούσε πολύ, ενώ στη συζήτηση συμμετείχε και η οικοδέσποινα. Ο ξένος μετά από τα γεύματα έλεγε κάποια ιστορία ή κάποιο ανέκδοτο. Στην περίπτωση που κάποια ημέρα της φιλοξενίας δεν έτρωγε μαζί με τον ξενοδόχο του, τότε αυτός του έστελνε τρόφιμα στον ξένο του. Στους πρώτους ιστορικούς χρόνους βελτιώθηκαν οι συγκοινωνίες με αποτέλεσμα την ανάπτυξη του εμπορίου. Οι πολιτείες και οι κοινωνίες ήκμαζαν, όπως επίσης οι επιστήμες και οι τέχνες. Τα ταξίδια τότε έγιναν συχνά και πήραν μαζικό χαρακτήρα σε περιόδους αγώνων και εορτών[6]. Οι ελληνικές πόλεις, σε περιπτώσεις εορτών, αθλητικών εκδηλώσεων και πανηγυρισμών, εκτός από το πλήθος των επισκεπτών, δέχονταν και αντιπροσωπείες από άλλες πόλεις. Τότε με τη μεσολάβηση της πολιτείας, η φιλοξενία ανατέθηκε σε ορισμένους πολίτες οι οποίοι αντιπροσώπευαν την πόλη, οπότε δημιουργήθηκε ο θεσμός της δημόσιας φιλοξενίας. Η δημόσια φιλοξενία συνήθως δημιουργούσε ισχυρούς δεσμούς ανάμεσα στις πόλεις, με αποτέλεσμα να συνάπτονται συνθήκες αμοιβαίας φιλοξενίας. ~Την προστασία των ξένων σε κάθε πόλη επέβλεπαν οι «πρόξενοι», δηλαδή οι επίσημοι αντιπρόσωποι των άλλων πόλεων, μετά από ειδική συνθήκη που υπογράφονταν για αυτό. Έτσι δημιουργήθηκε ο θεσμός της «προξενίας». Ο θεσμός της προξενίας ισχυροποιήθηκε από την καθιέρωση των νομισμάτων σαν ανταλλακτικό ενδιάμεσο και από την διάδοση της γραφής και οδήγησε σε συνθήκες φιλίας πολλές ελληνικές πόλεις, αλλά και ελληνικές με ξένες πόλεις επίσης. Η συνθήκη προξενίας, συντάσσονταν και χαράσσονταν σε μαρμάρινες στήλες, ενώ ορισμένες φορές οι εκπρόσωποι αντάλλασσαν σύμβολα αμοιβαίας αναγνώρισης, όπως συνηθίζονταν στην περίπτωση της ιδιωτικής ξενίας. Την εποχή αυτή, η λέξη «ξενία», πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε για να εκφράσει την έννοια της φιλίας. Σταδιακά δε ο θεσμός της προξενίας έβαλε τις βάσεις για να διαμορφωθεί και να λειτουργήσει ένας τύπος διεθνούς δικαίου μεταξύ των πόλεων -κρατών.
Κάθε καλεσμένος μπορούσε να φέρει όποιον ήθελε σε γεύμα. Αυτή n συνήθεια γέννησε μάλιστα μια ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων, στην οποία έδωσαν το περιφρονητικό παρατσούκλι “παράσιτα”. Ο Πλούταρχος έγραψε ένα ολόκληρο κεφάλαιο αφιερωμένο στο πρόβλημα: ως ποιο Βαθμό μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς αυτό το δικαίωμα χωρίς να ξεπεράσει τα όρια της καλής συμπεριφοράς. Στο “Συμπόσιο” ο Πλάτωνας διηγείται ότι ο Αριστόδημος συνάντησε τον Σωκράτη με επίσημο ένδυμα και μαθαίνοντας ότι πηγαίνει στο τραπέζι του Αγάθωνα, αποφάσισε να τον συνοδεύσει αν και δεν ήταν καλεσμένος. Στο δρόμο ο Σωκράτης, απασχολημένος καθώς ήταν με ένα φιλοσοφικό πρόβλημα, Βράδυνε το βήμα του. Ο Αριστόδημος δεν παρατήρησε ότι ο φιλόσοφος έμεινε πίσω και μπήκε μόνος στο σπίτι του Αγάθωνα. Παρ’ όλα αυτά δεν βρέθηκε σε δυσάρεστη θέση: οι θύρες ήταν διάπλατα ανοιχτές, και ένας δούλος τον οδήγησε αμέσως στην τραπεζαρία, όπου ο Αγάθωνας τον υποδέχτηκε με μεγάλη χαρά, λέγοντάς του ότι ήθελε να τον καλέσει προσωπικά, μα δεν μπόρεσε να τον βρει. ~Μόλις οι προσκαλεσμένοι έμπαιναν στο σπίτι, οι δούλοι τούς έβγαζαν τα υποδήματα. Θεωρούνταν αταίριαστο να κυκλοφορεί κανείς μέσα στο σπίτι με τα πέδιλα με τα οποία βάδιζε στο δρόμο. Πριν καθίσουν οι καλεσμένοι στο τραπέζι, τους έπλεναν και τους αρωμάτιζαν τα πόδια. Μα ούτε κι ύστερα απ’ αυτή τη διαδικασία ήταν ωραίο να ρίχνεται κανείς στο φαγητό. Προηγούμενα οι καλεσμένοι περιφέρονταν στα δωμάτια, θαύμαζαν τα έπιπλα και τα αντικείμενα διακόσμησης και επαινούσαν την καλαισθησία του νοικοκύρη. Οι Έλληνες έδιναν μεγάλη σημασία στους καλούς τρόπους. Αυτό ζητούσε n εθιμοτυπία. Η συνήθεια να τρωει κανείς ξαπλωμένος, αν και άγνωστη στην ομηρική εποχή, ήταν παρ’ όλα αυτά πολύ παλιά, όπως αποδεικνύεται από τα ζωγραφισμένα αγγεία του 7ου αιώνα. Σε κάθε κρεβάτι κάθονταν δυο άνθρωποι. Ξαπλώνονταν ακουμπώντας με τον αριστερό αγκώνα σε μαξιλάρι, έτσι που το στήθος τους ήταν μισοσηκωμένο. Αφού καθόταν όλος ο κόσμος, οι υπηρέτες έχυναν νερό στους καλεσμένους τους για να πλύνουν τα χέρια τους. έπειτα έφερναν κάτι τραπεζάκια χαμηλά, πάνω στα οποία ήταν έγκαιρα τακτοποιημένα τα φαγητά. ‘Έφερναν τόσα τραπεζάκια όσα κρεβάτια ήταν στην αίθουσα, δηλαδή σε κάθε τραπεζάκι έτρωγαν δύο άνθρωποι. Οι Έλληνες δεν χρησιμοποιούσαν πιρούνια και μαχαίρια. Κουτάλια είχαν, αλλά προτιμούσαν να τα αντικαθιστούν με μια κόρα ψωμί. Το φαγητό το έπιαναν με τα χέρια. Τις μερίδες τις σέρβιραν ψιλοκομμένες για να πιάνονται εύκολα.
πηγη: Αν ο ξένος τους κατέστρεφε το σπίτι,ζητούσε δικαιώματα επί της ιδιοκτησίας και βιαιοπραγούσε εναντίον των ιδιοκτητών,…πως ακριβώς θα έπρατταν οι αρχαίοι ημών;; Θα συνέχιζε να ισχύει η φιλοξενία;; ΣΧΟΛΙΟ ΑΠΟ ΣΕΛΕΥΚΟ: ΞΕΝΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΛΛΗΝ ΑΠΟ ΑΛΛΗ ΠΟΛΗ. ΟΙ ΑΛΛΟΕΘΝΕΙΣ ΛΕΓΟΝΤΕ ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ, ΑΠ' ΤΟ ΑΛΛΗ ΔΑ (ΓΗ) ΠΟΥΣ (ΠΟΔΙ) ΑΥΤΟΣ ΔΗΛΑΔΗ ΠΟΥ ΤΟ ΠΟΔΙ ΤΟΥ ΠΑΤΑΕΙ ΣΕ ΑΛΛΗ ΓΗ. ΑΠΟ ΚΕΙ ΒΓΑΙΝΕΙ ΚΑΙ Η ΛΕΞΗ ΠΟΤΑΠΟΣ Ο ΞΕΝΙΟΣ ΖΕΥΣ ΚΑΙ Η ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΔΕΝ ΙΣΧΥΟΥΝ ΓΙ΄ΑΥΤΟΥΣ. ΟΥΤΕ ΝΑ ΠΛΗΣΙΑΣΟΥΝ ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΑΦΗΝΑΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ, ΔΙΟΤΙ ΕΤΡΩΓΑΝ ΤΑ ΜΩΡΑ ΤΟΥΣ. ΠΟΣΟ ΜΑΛΛΟΝ ΑΝ ΕΠΡΟΚΕΙΤΟ ΓΙΑ ΛΑΘΡΟΕΠΟΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΟΛΟΓΗΜΕΝΟΥΣ ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ ΠΟΥ ΑΠΕΡΓΑΖΟΝΤΕ ΥΠΟΥΛΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ. ΟΙ ΠΟΝΟΨΥΧΟΙ ΕΒΡΑΙΟΙ ΔΥΝΑΣΤΕΣ ΜΑΣ ΔΕΝ ΦΤΑΝΕΙ ΠΟΥ ΑΠΕΡΓΑΖΟΝΤΕ ΤΗΝ ΕΞΑΦΑΝΗΣΗ ΜΑΣ ΥΠΟΥΛΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΧΘΟΝΙΑ. ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΟΝΟΜΑΖΟΝΤΑΣ ΞΕΝΙΟΣ ΖΕΥΣ ΤΗΝ ΔΗΘΕΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΤΟΥ "ΜΑΖΕΜΑΤΟΣ" ΤΩΝ ΔΙΠΟΔΩΝ ΚΤΗΝΩΝ. ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΛΑΘΡΟΕΠΟΙΚΟΙ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΞΟΝΤΩΘΟΥΝ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΡΠΕΤΙΚΟΙ ΕΒΡΑΙΟΙ, ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΑ ΠΑΠΟΥΛΙΑ (ΚΑΟΥΤΣΚΙ) ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΡΟΥΦΙΑΝΟ ΕΠΙΤΡΟΠΟ ΕΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΝΤΗΛΑΝΑΦΤΗ. ΟΙ ΤΡΙΑΚΟΣΙΟΙ ΑΡΣΕΝΙΚΟΘΥΛΙΚΟΙ ΠΟΡΝΟΙ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΦΑΓΟΥΝ ΟΙΚΟΓΕΝΙΑΚΩΣ, ΜΗΔΕΝΟΣ ΝΑΙ ΜΗΔΕΝΟΣ ΕΞΑΙΡΟΥΜΕΝΟΥ. ~Στην Αρχαία Ελλάδα η φιλοξενία εθεωρείτο πράξη αρετής. Τους ξένους προστάτευαν ο Ξένιος Δίας και η Αθηνά η Ξενία, όπως και οι Διόσκουροι Κάστωρ και Πολυδεύκης. Υπήρχε θεία απαίτηση για την περιποίηση των ξένων και εθεωρείτο αμάρτημα η κακή αντιμετώπισή τους. Η φιλοξενία ακολουθούσε μία ιεροτελεστία και παρέχονταν σε κάθε ξένο, ο οποίος ανεξάρτητα από την τάξη που ανήκε, μπορούσε να μείνει σε ειδικό δωμάτιο στον «ξενώνα». Η φιλοξενία είχε σημαντική κοινωνική δύναμη, διότι μπορούσε να συνδέσει άτομα οποιασδήποτε τάξης, ακόμη και απλούς πολίτες με βασιλιάδες. Στα χρόνια του Ομήρου, σε όποιο σπίτι και αν πήγαινε ένας ξένος, θα έβρισκε φιλοξενία. Κάτι τέτοιο αφορούσε όλες τις Πόλεις Κράτη της Ελλάδας, αν και οι Θεσσαλοί και οι Αθηναίοι φημίζονταν ειδικά για τα φιλόξενά τους αισθήματα. Ο ξένος βέβαια της εποχής του Ομήρου δεν ήταν τουρίστας, αλλά αγγελιοφόρος, εξόριστος, ταξιδιώτης, κλπ. Η αποδοχή ενός ξένου για φιλοξενία λεγόταν «εστιάν» ή «ξενίζειν» ή «ξενοδοχείν». Ο ξένος με την άφιξή του έκανε ευχές στην οικογένεια που τον φιλοξενούσε και στην αναχώρηση δεχόταν δώρα. Όταν εμφανιζόταν ένας ξένος, ο κύριος του σπιτιού ή στην περίπτωση σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες «ξενοδόχος» ή «στεγανόμος», ή «εστιοπάμμων» ή «ναύκληρος», τον προσκαλούσε στο σπίτι του και παρέθετε γεύμα προς τιμή του. ~Η πρόσκληση σε γεύμα λεγόταν «επί ξενία καλείν». Ο ξένος μετά από το καθιερωμένο λουτρό, φορούσε τα πολυτελή ενδύματα που του προσέφερε ο οικοδεσπότης και στη συνέχεια καθόταν τιμητικά σε θρόνο. Το γεύμα συνήθως διαρκούσε πολύ, ενώ στη συζήτηση συμμετείχε και η οικοδέσποινα. Ο ξένος μετά από τα γεύματα έλεγε κάποια ιστορία ή κάποιο ανέκδοτο. Στην περίπτωση που κάποια ημέρα της φιλοξενίας δεν έτρωγε μαζί με τον ξενοδόχο του, τότε αυτός του έστελνε τρόφιμα στον ξένο του. Στους πρώτους ιστορικούς χρόνους βελτιώθηκαν οι συγκοινωνίες με αποτέλεσμα την ανάπτυξη του εμπορίου. Οι πολιτείες και οι κοινωνίες ήκμαζαν, όπως επίσης οι επιστήμες και οι τέχνες. Τα ταξίδια τότε έγιναν συχνά και πήραν μαζικό χαρακτήρα σε περιόδους αγώνων και εορτών[6]. Οι ελληνικές πόλεις, σε περιπτώσεις εορτών, αθλητικών εκδηλώσεων και πανηγυρισμών, εκτός από το πλήθος των επισκεπτών, δέχονταν και αντιπροσωπείες από άλλες πόλεις. Τότε με τη μεσολάβηση της πολιτείας, η φιλοξενία ανατέθηκε σε ορισμένους πολίτες οι οποίοι αντιπροσώπευαν την πόλη, οπότε δημιουργήθηκε ο θεσμός της δημόσιας φιλοξενίας. Η δημόσια φιλοξενία συνήθως δημιουργούσε ισχυρούς δεσμούς ανάμεσα στις πόλεις, με αποτέλεσμα να συνάπτονται συνθήκες αμοιβαίας φιλοξενίας. ~Την προστασία των ξένων σε κάθε πόλη επέβλεπαν οι «πρόξενοι», δηλαδή οι επίσημοι αντιπρόσωποι των άλλων πόλεων, μετά από ειδική συνθήκη που υπογράφονταν για αυτό. Έτσι δημιουργήθηκε ο θεσμός της «προξενίας». Ο θεσμός της προξενίας ισχυροποιήθηκε από την καθιέρωση των νομισμάτων σαν ανταλλακτικό ενδιάμεσο και από την διάδοση της γραφής και οδήγησε σε συνθήκες φιλίας πολλές ελληνικές πόλεις, αλλά και ελληνικές με ξένες πόλεις επίσης. Η συνθήκη προξενίας, συντάσσονταν και χαράσσονταν σε μαρμάρινες στήλες, ενώ ορισμένες φορές οι εκπρόσωποι αντάλλασσαν σύμβολα αμοιβαίας αναγνώρισης, όπως συνηθίζονταν στην περίπτωση της ιδιωτικής ξενίας. Την εποχή αυτή, η λέξη «ξενία», πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε για να εκφράσει την έννοια της φιλίας. Σταδιακά δε ο θεσμός της προξενίας έβαλε τις βάσεις για να διαμορφωθεί και να λειτουργήσει ένας τύπος διεθνούς δικαίου μεταξύ των πόλεων -κρατών.
Κάθε καλεσμένος μπορούσε να φέρει όποιον ήθελε σε γεύμα. Αυτή n συνήθεια γέννησε μάλιστα μια ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων, στην οποία έδωσαν το περιφρονητικό παρατσούκλι “παράσιτα”. Ο Πλούταρχος έγραψε ένα ολόκληρο κεφάλαιο αφιερωμένο στο πρόβλημα: ως ποιο Βαθμό μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς αυτό το δικαίωμα χωρίς να ξεπεράσει τα όρια της καλής συμπεριφοράς. Στο “Συμπόσιο” ο Πλάτωνας διηγείται ότι ο Αριστόδημος συνάντησε τον Σωκράτη με επίσημο ένδυμα και μαθαίνοντας ότι πηγαίνει στο τραπέζι του Αγάθωνα, αποφάσισε να τον συνοδεύσει αν και δεν ήταν καλεσμένος. Στο δρόμο ο Σωκράτης, απασχολημένος καθώς ήταν με ένα φιλοσοφικό πρόβλημα, Βράδυνε το βήμα του. Ο Αριστόδημος δεν παρατήρησε ότι ο φιλόσοφος έμεινε πίσω και μπήκε μόνος στο σπίτι του Αγάθωνα. Παρ’ όλα αυτά δεν βρέθηκε σε δυσάρεστη θέση: οι θύρες ήταν διάπλατα ανοιχτές, και ένας δούλος τον οδήγησε αμέσως στην τραπεζαρία, όπου ο Αγάθωνας τον υποδέχτηκε με μεγάλη χαρά, λέγοντάς του ότι ήθελε να τον καλέσει προσωπικά, μα δεν μπόρεσε να τον βρει. ~Μόλις οι προσκαλεσμένοι έμπαιναν στο σπίτι, οι δούλοι τούς έβγαζαν τα υποδήματα. Θεωρούνταν αταίριαστο να κυκλοφορεί κανείς μέσα στο σπίτι με τα πέδιλα με τα οποία βάδιζε στο δρόμο. Πριν καθίσουν οι καλεσμένοι στο τραπέζι, τους έπλεναν και τους αρωμάτιζαν τα πόδια. Μα ούτε κι ύστερα απ’ αυτή τη διαδικασία ήταν ωραίο να ρίχνεται κανείς στο φαγητό. Προηγούμενα οι καλεσμένοι περιφέρονταν στα δωμάτια, θαύμαζαν τα έπιπλα και τα αντικείμενα διακόσμησης και επαινούσαν την καλαισθησία του νοικοκύρη. Οι Έλληνες έδιναν μεγάλη σημασία στους καλούς τρόπους. Αυτό ζητούσε n εθιμοτυπία. Η συνήθεια να τρωει κανείς ξαπλωμένος, αν και άγνωστη στην ομηρική εποχή, ήταν παρ’ όλα αυτά πολύ παλιά, όπως αποδεικνύεται από τα ζωγραφισμένα αγγεία του 7ου αιώνα. Σε κάθε κρεβάτι κάθονταν δυο άνθρωποι. Ξαπλώνονταν ακουμπώντας με τον αριστερό αγκώνα σε μαξιλάρι, έτσι που το στήθος τους ήταν μισοσηκωμένο. Αφού καθόταν όλος ο κόσμος, οι υπηρέτες έχυναν νερό στους καλεσμένους τους για να πλύνουν τα χέρια τους. έπειτα έφερναν κάτι τραπεζάκια χαμηλά, πάνω στα οποία ήταν έγκαιρα τακτοποιημένα τα φαγητά. ‘Έφερναν τόσα τραπεζάκια όσα κρεβάτια ήταν στην αίθουσα, δηλαδή σε κάθε τραπεζάκι έτρωγαν δύο άνθρωποι. Οι Έλληνες δεν χρησιμοποιούσαν πιρούνια και μαχαίρια. Κουτάλια είχαν, αλλά προτιμούσαν να τα αντικαθιστούν με μια κόρα ψωμί. Το φαγητό το έπιαναν με τα χέρια. Τις μερίδες τις σέρβιραν ψιλοκομμένες για να πιάνονται εύκολα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου